- πολλαπλασιασθεῖσα
- πολλαπλασιάζωmultiplyaor part pass fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολλαπλασιασθείσας — πολλαπλασιασθείσᾱς , πολλαπλασιάζω multiply aor part pass fem acc pl πολλαπλασιασθείσᾱς , πολλαπλασιάζω multiply aor part pass fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείψις — λεῑψις, εως, ἡ (ΑM) έλλειψη, στέρηση αρχ. 1. παράλειψη 2. έκλειψη 3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῑψις ἐπὶ λεῑψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῑ ὕπαρξιν», Διοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ τού λείπω +… … Dictionary of Greek